ὠμοπλάτας

ὠμοπλάτας
ὠμοπλάτᾱς , ὠμοπλάτη
shoulder blade
fem acc pl
ὠμοπλάτᾱς , ὠμοπλάτη
shoulder blade
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιπετάννυμι — ἐπιπετάννυμι (Α) [πετάννυμι] απλώνω κάτι επάνω (α. «τὰ δὲ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τάς ὠμοπλάτας», Ξεν. β. «τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλή», Κόιντ. Σμυρν.) …   Dictionary of Greek

  • προαπαντλώ — έω, ΜΑ [ἀντλῶ] καταβρέχω προηγουμένως («προαπαντλεῑ τὰς ὠμοπλάτας θερμῷ ὕδατι», Ιππιάτρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”